Από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησα να καβαλάω μηχανάκια, ποοολλά χρόνια πριν, είχα την απορία που έχετε όλοι: γιατί κάποιοι δρόμοι είναι τόσο εκπληκτικής ποιότητας και προσφέρουν απίθανη πρόσφυση (βλ. Αττική Οδό), ενώ οι περισσότεροι έχουν τα χάλια τους τα μαύρα, παρά το γεγονός ότι επανα- ξανα-ασφαλτοστρώθηκαν πρόσφατα;
Ο τίτλος είναι το συντομότερο ανέκδοτο όλων των εποχών. Ταιριάζει επίσης πολύ με το άλλο που λέει ότι «να οργανωθούμε γιατί έχω φάει πέντε και δεν έχω ρίξει κανένα». Γιατί τα λέμε αυτά; Διότι την προηγούμενη Κυριακή που πήγαμε τη βόλτα διακόσια μηχανάκια και τι δεν είδαμε πάλι... Έχει πολύ ενδιαφέρον το πως διαχειρίζεται ο καθένας τις καταστάσεις του.
Κάποτε πίστευα πολύ στον άνθρωπο και στη δυναμική που κρύβει ο καθένας μέσα του για να λειτουργεί ως … άνθρωπος. Με εξυπνάδα, λογική και τη φυσιολογική (στη θεωρία) τάση να κάνει πράγματα που συμφέρουν τον εαυτό του αλλά ταυτόχρονα και τους άλλους, μιας και αυτά τα δύο συμφέροντα πάνε πάντα πακέτο. Πάπαλα όμως, αυτή η ελπίδα έχει καταρρεύσει προ πολλού.
Το σαββατοκύριακο που μας πέρασε βάλαμε με το κορίτσι δυο πετσέτες για τη θάλασσα σε μια τσάντα, από ένα ζευγάρι πέδιλα και μια αλλαξιά ρούχα (και από ένα βρακί, μη μας περάσετε για γύφτους) και πήγαμε με τη «θεία» (την αθάνατη μηχανάρα μου) στην κοντινή και ιδιαίτερη Παλιόχωρα.
Την Πέμπτη που μας πέρασε το μεσημέρι κλείδωσα το μαγαζί για το κλασικό τρίωρο διάλειμμα μέχρι το απόγευμα. Το σπίτι μου απέχει 3,5 χιλιόμετρα από το GAS και χαλαρά σε οκτώ λεπτά το πολύ είμαι εκεί για μεσημεριανό φαγητό, κουβέντα με το κορίτσι και αν προλάβουμε και καμιά ώρα ύπνο είμαστε άρχοντες εδώ στην επαρχία.
Το ότι το Δημόσιο Σύστημα Υγείας έχει φτάσει στα όρια της παράνοιας είναι γνωστό, χρόνια τώρα. Κάποιες φορές μπορεί να είναι απλώς μια χαριτωμένη ιστορία, όπως αυτή του συνεταίρου μου ο οποίος πληρώνει ανελλιπώς περίπου ένα μηνιάτικο κάθε δίμηνο στο ΤΕΒΕ και πέρυσι χρειάστηκε να κάνει μια εξέταση αυτιών διότι πονούσε. Του είπαν να ξαναπεράσει μετά από τέσσερις μήνες.
Το προηγούμενο σαββατοκύριακο, μετά από ένα καλοκαίρι με περισσότερα από 7.000 χιλιόμετρα πάνω σε σέλα μοτοσυκλέτας, πήγα και ξαναπέρασα το φαράγγι της Σαμαριάς. Η τελευταία φορά ήταν τόσο παλιά, που δεν θυμόμουν απολύτως τίποτα από το μαγευτικό τοπίο: δεκατρία χιλιόμετρα είναι η διαδρομή αυτή καθεαυτή, με τα πρώτα επτά κατέβασμα μέσα στα πεύκα μέχρι το ποτάμι και τα υπόλοιπα ανάμεσα στους θεόρατους βράχους που φτάνουν τα 300 μέτρα ύψος!