Την Πέμπτη που μας πέρασε το μεσημέρι κλείδωσα το μαγαζί για το κλασικό τρίωρο διάλειμμα μέχρι το απόγευμα. Το σπίτι μου απέχει 3,5 χιλιόμετρα από το GAS και χαλαρά σε οκτώ λεπτά το πολύ είμαι εκεί για μεσημεριανό φαγητό, κουβέντα με το κορίτσι και αν προλάβουμε και καμιά ώρα ύπνο είμαστε άρχοντες εδώ στην επαρχία. Ανεβαίνω στη μοτοσυκλέτα μου, κατεβαίνω το πεζοδρόμιο και περιμένω να περάσουν τα αυτοκίνητα για να διασχίσω το δρόμο και να περάσω στο άλλο ρεύμα. Τότε βλέπω τον τύπο με το γυαλί και το κόκκινο Fiesta που με το ένα χέρι κρατούσε το κινητό στο αυτί και με το άλλο έβαζε ένα σάντουιτς στο στόμα του. Με τι κρατούσε το τιμόνι δεν ξέρω, ούτε θέλω να φανταστώ. Πήρε ελαφρά δεξιά το αυτοκίνητο προς εμένα, κάπως το ίσιωσε και συνέχισε το δρόμο του ευθεία στην Κισσάμου. Δεν κινδύνεψα αλλά που πας ρε καραμήτρο; Συνεχίζω προς Κυδωνίας ήρεμος και ατάραχος από το ζώον και στο ΚΤΕΛ προσπερνάω μια κοπέλα μέσα σε ένα μπλε Polo που έγραφε μήνυμα στο κινητό κοιτώντας κάτω.
Άντε και φτάνω σε ενάμισι χιλιόμετρο, φάγαμε το γάιδαρο. Διασταύρωση Λεωφόρου Σούδας με Γογονή ένας παππούς πάνω στο ραμολιμέντο παπί του με ένα «κράνος» τύπου κατσαρολάκι στο κεφάλι (τα κατοχής που φορούσαν οι Γερμανοί ήταν Shoei X-Spirit III μπροστά του), είχε παραλάβει τα δύο εγγόνια του από το σχολείο και τα πήγαινε σπίτι. «Τι θα κάνουμε;» ρωτάω την καλή μου στο σπίτι. «Ζούμε ανάμεσά τους, είναι πλειοψηφία». «Το σταυρό μας!» μου αποκρίθηκε και πέσαμε για ύπνο. Δεν υπάρχει ελπίδα καμία…
Δημοσίευτικε στην εφημερίδα Chill In News 1/6/2016