Εκτός από τις δύο κατηγορίες που αναλύσαμε διεξοδικά τις προηγούμενες φορές, ποιος άλλος δεν πρέπει να καβαλάει μοτοσυκλέτα, για το καλό το δικό του και των γύρω του; Ασφαλώς, όποιος τις θέλει μόνο και μόνο για να κάνει σούζες ή να πηγαίνει στις ευθείες με 300.
Η μέρα επιτρέπει σήμερα, λίγο πριν την έλευση του νέου έτους, να ξεφύγουμε λίγο από την σειρά των προηγούμενων άρθρων, για να μοιραστούμε μαζί σας τις σκέψεις ενός καταπληκτικού εκδότη για τον οποίο είχαμε την τύχη να εργαστούμε (στο περιοδικό μοτοσυκλέτας ΜΟΤΟ) πριν κάποια χρόνια. Ο Χρίστος λοιπόν, μας είχε δώσει έναν οδηγό για να κάνουμε εμείς ΚΙ ΕΣΕΙΣ τα ΔΙΚΑ ΣΑΣ όνειρα πραγματικότητα.
Εκτός από τον «Ξερόλα» που αναλύσαμε την προηγούμενη φορά, ποιος άλλος δεν πρέπει να καβαλάει μοτοσυκλέτα για το καλό το δικό του και των γύρω του; Μα αυτός που για πρώτη μοτοσυκλέτα «χρειάζεται» ένα GSX-R1000, ή ένα R1 ή ένα Ducati Panigale V4. Αυτό το βλέπουμε συνέχεια.
Είναι χαρά μας να προσηλυτίζουμε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους στην μεγάλη μας αγάπη, την μοτοσυκλέτα. Είναι όμως και μερικοί που δεν πρέπει ποτέ, με καμία κυβέρνηση, να καβαλήσουν μηχανή.
Δεν λέμε, ωραίο πράμα η μοτοσυκλέτα και αυτή η αίσθηση που σου δίνει – σε κάνει να νιώθεις ένας μικρός μάγος πάνω σε μία μαγική σκούπα. Όμως βρε παιδί μου έχει και μερικά σπαστικά που πάνε πακέτο.
Εδώ και λίγες εβδομάδες κυκλοφορώ χωρίς να οπλοφορώ, με ένα παπάκι Honda C-90 GLX, του 1991. Μου το δάνεισε ένας καλός φίλος για μερικούς μήνες (ευχαριστώ Πέτρο), μέχρι να βγει από τον πλαστικό χειρούργο το Fazer μου.
Αυτό που ακούμε τελευταία είναι η απορία πολλών για την συμπεριφορά των ελαστικών τους. “Ρε παιδιά βάζω καινούργιο πίσω λάστιχο, γιαπωνέζικο, επώνυμο, και κρατάει σαν τσίχλα. Ούτε κουνιέται το μηχανάκι, δεν γλιστράει με τίποτα. Μετά από δυο τρεις μήνες όμως χορεύει καρσιλαμά με το παραμικρό άνοιγμα του γκαζιού, δεν τολμάω να το γείρω γιατί φοβάμαι μην πέσω. Πώς γίνεται αυτό;” Όλα έχουν την εξήγησή τους.
Την προηγούμενη φορά μιλήσαμε για μία από τις κυριότερες αλλά και υποβαθμισμένες αιτίες βρόντων, το «άγχος του κυνηγιού των κολλητών που πάνε χωρίς αύριο». Σήμερα όμως θα πούμε για την απολύτως σημαντικότερη, η οποία κατά τη γνώμη μας είναι η απόλυτη άγνοια ακόμα και των βασικών κανόνων ασφαλούς οδήγησης.
Μία από τις σημαντικότερες αιτίες μπίστων, (μαζί με την άγνοια των βασικών αρχών ασφαλούς οδήγησης για την οποία θα γράψουμε την επόμενη φορά), θεωρώ ότι είναι το άγχος του κυνηγιού των προπορευόμενων. Είναι, επίσης, η πιο υποβαθμισμένη αιτία – σπάνια κάποιος θα παραδεχτεί ότι αγχώνεται να μη μείνει πίσω και τον κοροϊδεύουν. Τι άντρες είμαστε εμείς;
Μπαίνει χθες το πρωί τύπος στο μαγαζί για να χαζέψει ρούχα και αξεσουάρ. Προτιμούμε αυτούς που ψωνίζουν, αλλά και αυτοί που χαζεύουν μας αρέσουν γιατί χαζεύεις μία, χαζεύεις δύο, πού θα πάει, θα το πάρεις.