Εκτός από τον «Ξερόλα» που αναλύσαμε την προηγούμενη φορά, ποιος άλλος δεν πρέπει να καβαλάει μοτοσυκλέτα για το καλό το δικό του και των γύρω του; Μα αυτός που για πρώτη μοτοσυκλέτα «χρειάζεται» ένα GSX-R1000, ή ένα R1 ή ένα Ducati Panigale V4. Αυτό το βλέπουμε συνέχεια.
Είναι χαρά μας να προσηλυτίζουμε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους στην μεγάλη μας αγάπη, την μοτοσυκλέτα. Είναι όμως και μερικοί που δεν πρέπει ποτέ, με καμία κυβέρνηση, να καβαλήσουν μηχανή.
Αυτό που ακούμε τελευταία είναι η απορία πολλών για την συμπεριφορά των ελαστικών τους. “Ρε παιδιά βάζω καινούργιο πίσω λάστιχο, γιαπωνέζικο, επώνυμο, και κρατάει σαν τσίχλα. Ούτε κουνιέται το μηχανάκι, δεν γλιστράει με τίποτα. Μετά από δυο τρεις μήνες όμως χορεύει καρσιλαμά με το παραμικρό άνοιγμα του γκαζιού, δεν τολμάω να το γείρω γιατί φοβάμαι μην πέσω. Πώς γίνεται αυτό;” Όλα έχουν την εξήγησή τους.
Μία από τις σημαντικότερες αιτίες μπίστων, (μαζί με την άγνοια των βασικών αρχών ασφαλούς οδήγησης για την οποία θα γράψουμε την επόμενη φορά), θεωρώ ότι είναι το άγχος του κυνηγιού των προπορευόμενων. Είναι, επίσης, η πιο υποβαθμισμένη αιτία – σπάνια κάποιος θα παραδεχτεί ότι αγχώνεται να μη μείνει πίσω και τον κοροϊδεύουν. Τι άντρες είμαστε εμείς;
GASΟΛΟΓΙΕΣ #659 | ΑΛΕΡΤΟΣ
Πέμπτη, 3 Σεπτεμβρίου 2020
Τις προάλλες έπεσε ο Γιάννης με το Ducati του, μέσα στην πόλη. Ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα, αν και μια εβδομάδα μετά, ως συνεπιβάτης στο παπί που οδηγούσε η γυναίκα του, χτύπησε ελαφρά το γόνατό του σε μία πόρτα ταξί που άνοιξε ξαφνικά. Ρε γαμώτο, σκέφτηκα, έχω να πέσω πολύ καιρό και μάλλον πλησιάζει η ώρα μου.
Το ευχάριστο είναι ότι έχουμε ακόμα καλοκαίρι στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας. Όμως ήρθαν οι πρώτες βροχές (και ήταν και καλές μάλιστα) και αν δεν δώσετε ιδιαίτερη σημασία στην προσοχή που απαιτείται, θα φάτε κάτι βρόντους που δεν θα ξέρετε από πού σας ήρθαν.
Δύο φορές την εβδομάδα πηγαίνω με την μοτοσυκλέτα μου από τα Χανιά στον Πλατανιά, την δεύτερη χειρότερη ώρα της ημέρας – στις έξι και μισή το απόγευμα. Η απολύτως χειρότερη ώρα είναι στις τρεις το μεσημέρι, όπου όλοι ξαμολιούνται στις παραλίες κουρασμένοι από την πρωινή εργασία, νταγκλαρισμένοι από το φαγητό και λαλημένοι από τη ζέστη.
“Ρε συ γράψε κάτι για τον συνεπιβάτη γιατί μου έχει σπάσει τα ούμπαλα η δικιά μου και πέφτει όλη την ώρα πάνω μου.” Να γράψω ρε Ηλία, αλλά να ξέρεις ότι δεν φταίνε αυτές οι καημένες που δεν κάθονται σωστά στη μοτοσυκλέτα. Ποιος έχει ασχοληθεί να τους δείξει τον κατάλληλο τρόπο; Ή νομίζεις ότι αν κάτσεις πίσω εσύ θα κρατιέσαι καλύτερα;
Άνοιξε ο καιρός και βγήκαν έξω όλες οι μοτοσυκλέτες και τα μηχανάκια. Πέρασε και το Πάσχα και έφτασαν και οι τουρίστες με τα ενοικιαστικά τους αυτοκίνητα και σκουτεράκια. Θα σφίξουν και οι ζέστες και θα αποτρελαθούν οι ήδη τρελαμένοι ντόπιοι οδηγοί αυτοκινήτων και οι τρέλες τους θα ξεφύγουν. Πανζουρλισμός. Τα ατυχήματα με το τσουβάλι είναι δεδομένα. Αν το κάνει η καληώρα και δεις τον άλλο ξάπλα στο δρόμο τι κάνεις;
Θυμάμαι ότι παλιότερα απέφευγα με πάθος τις μαζικές διοργανώσεις. Δεν πατούσα όπου μαζευόντουσαν πάνω από πέντε, ακόμα κι αν ήταν απολύτως γνωστοί. Ούτε οι λέσχες μου άρεσαν, ούτε οι πανελλήνιες συγκεντρώσεις, ούτε οι πολυπληθείς εκδρομές, ούτε τίποτα. Νομίζω ότι οι περισσότεροι από εσάς έχετε την ίδια άποψη, και η αλήθεια είναι ότι έχετε καλούς λόγους: δεν σας αρέσει η ταλαιπωρία.