Φέρνει ένας φίλος τις προάλλες στο μαγαζί να δούμε τη μοτοσυκλέτα του για να του προτείνουμε διάφορα αξεσουάρ – ξέρετε τώρα, μανέτες αρθρωτές, αντίβαρα χρυσά, καθρέφτες μπάνικους και δε συμμαζεύεται. Βλέπω τα λάστιχά του, πιο τελειωμένα πεθαίνεις. Το πίσω ήταν πιο καραφλό από τον Γκουζγκούνη, το μπροστινό ρυτιδιασμένο σαν σάπια σταφίδα. “Μην ανησυχείς,” μου λέει, “έχω προγραμματίσει να τα αλλάξω τον Σεπτέμβριο για να έχω όλο τον χειμώνα μπροστά μου.” Όπα φίλε. Αμπραγιάζ.
Φέρνει ένας φίλος τις προάλλες στο μαγαζί να δούμε την μοτοσυκλέτα του για να του προτείνουμε διάφορα αξεσουάρ – ξέρετε τώρα, μανέτες αρθρωτές, αντίβαρα χρυσά, καθρέφτες μπάνικους και δε συμμαζεύεται. Βλέπω τα λάστιχά του, πιο τελειωμένα πεθαίνεις. Το πίσω ήταν πιο καραφλό από τον Γκουζγκούνη, το μπροστινό είχε πιο πολλές ρυτίδες από την προγιαγιά της λάλης μου που έφυγε εκατόν πέντε χρονών.