Πραγματική ιστορία #3.465: σκάει στο μαγαζί τύπος και παρκάρει την σούπερ ντούπερ μηχανάρα του απ’ έξω πρώτη μούρη. Ψώνισε ό,τι ψώνισε και μετά χαζέψαμε το εργαλείο του (το δίτροχο): το “υπεράριστη κατάσταση” δεν λέει τίποτα. Εκτός του ότι ήταν διακοσμημένο με ό,τι χρυσό και ανθρακονημάτινο αξεσουάρ κυκλοφορεί στην πιάτσα, αστραφτοκοπούσε πιο πολύ κι από τη μέρα που το συναρμολόγησαν στο εργοστάσιο.
Μέχρι τώρα θεωρούσαμε ότι κάθε είδους ατύχημα μπορεί να αποφευχθεί με την κατάλληλη προετοιμασία – πνευματική, όντας σε εγρήγορση (σαν video game όπως λέγαμε την προηγούμενη βδομάδα), αλλά και με την καθημερινή χρήση όλου του προστατευτικού εξοπλισμού (κράνους, μπουφάν, γαντιών, παντελονιού, μπότας, αερόσακου, χάντρας θαλασσιάς, κομποσκοινίου και λοιπών). Ε λοιπόν κάναμε λάθος.
Δεν έχουμε χειρότερο από το να διαβάζουμε στατιστικά. Αν θες να υπνωτίσεις κάποιον σε χρόνο ντε τε, κάν’ του μια παρουσίαση με στατιστικά στοιχεία και θα πέσει κάτω ροχαλίζοντας αμέσως. Ακούστε όμως αυτά τα νούμερα: Μέχρι τη στιγμή που γράφουμε αυτές τις γραμμές, έχουν σκοτωθεί στους κρητικούς δρόμους 50 (πενήντα!) άτομα από τις αρχές του χρόνου.
Πάμε άλλη μία γιατί δεν βλέπω να το έχετε εμπεδώσει οι περισσότεροι. Καταρχάς ας συμφωνήσουμε σε ένα πράγμα: οι ζωές των παιδιών είναι πολύτιμες και πρέπει να τις προστατεύουμε ό,τι κι αν χρειαστεί να κάνουμε, ακόμα και αν πρέπει να αλλάξουμε τις βλακώδεις συνήθειες μας. Όποιος διαφωνεί να σηκώσει το χέρι του και να αποχωρήσει σιωπηλά, ξεπαρεού με τα κουβαδάκια του και σε άλλη παραλία.
«Σου βρήκα ιδέα για άρθρο, να το γράψεις οπωσδήποτε», μου είπε τηλεφωνικά ο κουμπάρος μου χθες το πρωί που τον πήρα για τα γενέθλιά του (ένας αλλά Λέων). «Α ναι; Για πες». «Με γράψανε έξω από το ΙΚΑ. Είχα το κράνος στον αγκώνα και με έγραψε ο κερατάς. Αντί να πάει να πιάσει κανέναν χασικλή, γράψανε εμένα» (sic).
Ακούμε σε διάφορες συζητήσεις μεταξύ φίλων και γνωστών μας, “το διάβασα σ’ ένα φόρουμ και θα το κάνω κι εγώ,” “μα είσαι σίγουρος, άλλα λέει το φόρουμ αφού!”
Φανταστείτε πόσο καλύτερος θα ήταν ο κόσμος εάν συμπεριφερόμασταν όλοι με τον τρόπο που μας αρέσει να μας συμπεριφέρονται. Ακούστε μία μικρή πραγματική ιστορία που συνέβη την προηγούμενη εβδομάδα.
“Γράψε για τις κοπέλες συνεπιβάτιδες στις μοτοσυκλέτες,” μου είπαν τα κορίτσια από το κομμωτήριο (που μου βάφουν τους κροτάφους γκρίζους για να δείχνω κουλ). “Γιατί να ανέβω στη μοτοσυκλέτα; Δώσε μου ένα καλό λόγο.” Έλα μου ντε. Ήθελα να τους πω για τα μεγάλα πλεονεκτήματα του να μετακινείσαι και να ταξιδεύεις με τη μοτοσυκλέτα.
Το μέγιστο δίλημμα όλων των μηχανόβιων που θέλουν πάντα το καλύτερο για τη μοτοσυκλέτα τους. Από τη μία είναι καλά τα πολλά οκτάνια και οι εταιρείες υπόσχονται καλύτερη καύση και περισσότερα χιλιόμετρα για την ίδια ποσότητα βενζίνης. Από την άλλη η σούπερ ενισχυμένη είναι πανάκριβη. Αξίζει άραγε τα λεφτά της;
Την πρώτη φορά που μου είπε κάποιος (ο διευθυντής σύνταξης του περιοδικού ΜΟΤΟ) να βάλω ωτοασπίδες στο μηχανάκι, αντέδρασα ακριβώς όπως εσύ τώρα. Τον κοίταξα λοξά και του είπα ότι δεν είμαι αγωνιζόμενος, ότι δεν θα ήταν καθόλου απαραίτητες σ’ εκείνο το μικρό ταξίδι που θα έκανα με το 500άρι σκούτερ, ενώ του τόνισα ότι θέλω να ακούω στο δρόμο την κίνηση, τις κόρνες και να μην αισθάνομαι αποκομμένος από το περιβάλλον.