Πίστευα ακράδαντα ότι όλα τα απρόοπτα που μπορεί να συναντήσει κάποιος που οδηγεί μοτοσυκλέτα μπορούν να προβλεφθούν. Εάν καβαλάμε πολύ αμυντικά, με πλήρη επίγνωση κάθε πιθανού κινδύνου, όλα αντιμετωπίζονται. Εάν βλέπεις σταματημένο λεωφορείο και υποψιάζεσαι θεία που θα πεταχτεί, εάν υποψιάζεσαι πόρτες παρκαρισμένων αυτοκινήτων που θα ανοίξουν ξαφνικά, εάν αντί για βρεγμένο δρόμο υποψιάζεσαι χυμένα πετρέλαια και λάδια, αν παρά το ότι έχεις προτεραιότητα σταματάς στα πονηρά στενά, τότε είσαι σε καλό δρόμο και δεν θα πάθεις ποτέ τίποτα. Έτσι πίστευα.
Μέχρι χθες το πρωί. Ήμουν πίσω από ένα καφέ αγροτικό στην Αναγνώστου Γογονή, μεγάλο κεντρικό δρόμο της πόλης με αρκετή κίνηση πάντα. Μπροστά μας στα 500 μέτρα, στη διασταύρωση με Ζυμβρακάκηδων, φανάρι κόκκινο. Πάμε τρενάκι με καμιά 40 χιλιόμετρα σταθερά. Δεν τον βλέπω να κόβει καθόλου. Κοίτα να δεις λέω που θα φρενάρει τελευταία στιγμή και απότομα, ας έχω το νου μου. Ε, δεν φρέναρε ποτέ. Δεν σταμάτησε καθόλου, πέρασε το κόκκινο αεράτος, δεν είδε φανάρι, δεν είδε κόκκινο, δεν είδε τίποτα! Γούρλωσα τα μάτια σαν του μπιπ-μπιπ που πέφτει στην παγίδα του κογιότ. Τον φτάνω λίγο μετά και βλέπω στο τιμόνι έναν θείο νυσταγμένο να κοιτάει ευθεία στο πουθενά. Του έκανα νόημα να ανοίξει το παράθυρο να του πω, αλλά έστριψε δεξιά (χωρίς φλας) και χάθηκε. Ούτε καν θέλω να φανταστώ τι θα γινόταν εάν κατέβαινε κάποιος καημένος το στενό. Εάν δείτε καφέ χανιώτικο αγροτικό με ηρακλειώτικες πινακίδες και γκριζομάλλη παχούλη θείο, παρακαλώ δώστε του μια καρπαζιά και πείτε του ότι από θαύμα δεν έχει σκοτώσει ακόμα…
Δημοσίευτικε στην εφημερίδα Chill In News 2/2/2017