Δύο φορές την εβδομάδα πηγαίνω με την μοτοσυκλέτα μου από τα Χανιά στον Πλατανιά, την δεύτερη χειρότερη ώρα της ημέρας – στις έξι και μισή το απόγευμα. Η απολύτως χειρότερη ώρα είναι στις τρεις το μεσημέρι, όπου όλοι ξαμολιούνται στις παραλίες κουρασμένοι από την πρωινή εργασία, νταγκλαρισμένοι από το φαγητό και λαλημένοι από τη ζέστη. Επειδή πολλά έχουν δει πολλά τα μάτια μου αυτό όμως με τρομάζει που λέει κι ο Καββαδίας (όχι, δεν είναι τραγουδιστής…), προσέχω πολύ. Παρόλα αυτά κάποιες φορές στο τσακ την έχω βγάλει: άλλοι έχουν στρίψει χωρίς φλας αριστερά λίγο πριν τους προσπεράσω, ένα μηχανάκι παραλίγο να με εμβολίσει, ένας άλλος με προσπέρασε με χίλια μέσα στην Αγία Μαρίνα, ενώ έχω χάσει το μέτρημα αυτών που ξεπαρκάρουν μπροστά μου χωρίς να κοιτάξουν καθρέφτες.
Είδα κι απόειδα και αποφάσισα ότι δεν γίνεται να ρισκάρω έτσι κάθε φορά, κάποια στιγμή η διάσημη τύχη μου θα τελειώσει. Μέτρησα λοιπόν ένα βράδυ την απόσταση στο κοντέρ: δέκα και μισό χιλιόμετρα από το σπίτι μου μέχρι τον προορισμό μου. Μετά ξαναμέτρησα επιστρέφοντας από την εθνική: δεκατέσσερα και κάτι. Από τη μία μεριά της ζυγαριάς τέσσερα χιλιομετράκια παραπάνω με το ανάλογο κόστος στη βενζίνη, ενώ από την άλλη κατακόρυφη μείωση των πιθανοτήτων για στραβή και τρελή αύξηση της ψυχικής ηρεμίας. Που θέλω να καταλήξω; Ότι ίσως θα ήταν καλή ιδέα να μην παίρνετε τον πιο σύντομο δρόμο για τη δουλειά αν είναι επικίνδυνος, προτιμήστε αυτόν με τον λιγότερο κίνδυνο κι ας μη βολεύει τόσο. Φυλάμε τα ρούχα μας να τα έχουμε όλα…
Δημοσίευτικε στην εφημερίδα Chill In News 7/9/2016